- παραλογιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή γίνεται με παραλογισμό: Δεν πείθονται οι λογικοί άνθρωποι με παραλογιστικά επιχειρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλογιστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
παραλογιστικά — παραλογιστικός neut nom/voc/acc pl παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc/acc dual παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικόν — παραλογιστικός masc acc sg παραλογιστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοῖς — παραλογιστικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοί — παραλογιστικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικούς — παραλογιστικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικῆς — παραλογιστικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστική — παραλογιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικήν — παραλογιστικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)